ανθρακωρυχείο

ανθρακωρυχείο
Ορυχείο όπου γίνεται ανόρυξη και εξαγωγή ορυκτού άνθρακα. Τα α., ανάλογα με το είδος του άνθρακα που βγάζουν, ονομάζονται γαιανθρακωρυχεία, λιγνιτωρυχεία, λιθανθρακωρυχεία κλπ. Η ύπαρξη των κοιτασμάτων ορυκτού άνθρακα εξακριβώνεται είτε από εμφανίσεις άνθρακα στην επιφάνεια του εδάφους είτε με γεωτρήσεις και φρέατα. Ο τρόπος που θα γίνει η εξαγωγή του άνθρακα εξαρτάται από τις συνθήκες που επικρατούν εκεί όπου βρίσκεται το κοίτασμα. Οι παράγοντες που πρέπει να εξεταστούν είναι το βάθος του ανθρακοφόρου στρώματος, η τοπογραφία του εδάφους σε σχέση με το κοίτασμα, η κατάσταση του εδάφους για να βρεθεί ο τρόπος προσέγγισης στο στρώμα και η κατανομή των αποθεμάτων του άνθρακα στην περιοχή του ορυχείου. Υπάρχουν τέσσερις τύποι α.: α) α. με στοές, όταν η προσέγγιση στο κοίτασμα γίνεται σε οριζόντια διεύθυνση· β) α. με κλίση, όταν η προσέγγιση γίνεται με κλίση είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω· γ) α. με φρέατα, όταν η προσέγγιση δεν μπορεί να γίνει με στοές και σε αυτή την περίπτωση οι ανθρακωρύχοι κατεβαίνουν με ανελκυστήρες μέχρι τον πυθμένα και, αν χρειάζεται, μεταφέρονται έπειτα με οχήματα στη φλέβα· δ) επιφανειακό ή υπαίθριο α., όταν o άνθρακας βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Στα υπόγεια α., η εργασία παρουσιάζει πολλούς κινδύνους. Οι κυριότερες αιτίες ατυχημάτων και καταστροφών είναι: α) εκρήξεις του αερίου μεθανίου (CH4), του μονοξειδίου του άνθρακα (CO) και του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και β) καταρρεύσεις από τις οροφές των στοών και τους χώρους της εξόρυξης. Επίσης, η σκόνη του άνθρακα, που παράγεται όταν χρησιμοποιούνται εκρηκτικά για να αποσπαστεί το ορυκτό από το κοίτασμα ή κατά τη φόρτωση, είναι επικίνδυνη γιατί, αν αναμειχθεί σε ορισμένη αναλογία με τον αέρα, δημιουργεί εκρηκτικό μείγμα όπως τα αέρια. Πολλές φορές, επίσης, οι εργάτες των α. προσβάλλονται από ειδική ασθένεια, την αγκυλοστομίαση, που προέρχεται από παράσιτα. Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του ορυκτού άνθρακα με α. χρονολογείται κυρίως από την εποχή που ο ατμός χρησιμοποιήθηκε ως κινητήρια δύναμη (1827).
* * *
το
ορυχείο από το οποίο εξάγονται ορυκτοί άνθρακες (γαιάνθρακες, λιθάνθρακες, λιγνίτες κ.ά.). Τα διάφορα ανθρακωρυχεία χαρακτηρίζονται από το είδος του άνθρακα που εξορύσσεται, σε γαιανθρακωρυχεία, λιγνιτωρυχεία κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + ορυχείο < ορύσσω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυδερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανθρακωρυχείο — το ορυχείο από το οποίο παίρνεται ο ορυκτός άνθρακας: Τα περισσότερα ανθρακωρυχεία υπάρχουν στην Κ. Ευρώπη και τη Bρετανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • γαιανθρακωρυχείο — το το ανθρακωρυχείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιάνθρακας + ορυχείο. Η λ. γαιανθρακωρυχείον μαρτυρείται από το 1855 στο περιοδικό σύγγραμμα Ευτέρπη] …   Dictionary of Greek

  • εντομολογία — Η επιστήμη που μελετά τα έντομα. Η ε. είναι ένας από τους κλάδους της ζωολογίας που έχει μελετηθεί περισσότερο, όχι μόνο από ειδικούς επιστήμονες, αλλά και από ερασιτέχνες, συχνά άριστους, τους οποίους προσέλκυσε ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • ανθρακοθήριο — (anthracotherium). Γένος απολιθωμένων αρτιοδακτύλων θηλαστικών του ολιγοκαίνου. Ανήκει στην οικογένεια των ανθρακοθηριιδών. Το μέγεθός του κυμαίνεται από το μέγεθος βοδιού έως το μέγεθος ιπποπόταμου. Ένα α. του πρώτου μεγέθους βρέθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Σταχάνοφ, Αλεξέι Γκριγκόροβιτς — Σοβιετικός ανθρακωρύχος, ανακαινιστής της βιομηχανίας γαιανθράκων. Γεννήθηκε το 1906. Από το 1927 εργαζόταν στο ανθρακωρυχείο «Κεντρικό Ίρμινο» στην Καντίεφκα σαν φρεναδόρος και αργότερα στην εξόρυξη. Στις 31 Αυγούστου 1935 κατάρριψε ρεκόρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”